αγανάκτηση

αγανάκτηση
[аганактиси] ουσ. Θ. негодование, возмущение,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγανάκτηση" в других словарях:

  • αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • ἀγανακτήσῃ — ἀγανακτήσηι , ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat sg (epic) ἀγανακτέω feel a violent irritation aor subj mid 2nd sg ἀγανακτέω feel a violent irritation aor subj act 3rd sg ἀγανακτέω feel a violent irritation fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • νεμεσήμων — νεμεσήμων, ον (Α) 1. γεμάτος αγανάκτηση, οργίλος, εξοργισμένος 2. αυτός που διεγείρει αγανάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεμεσ(σ)ῶ + κατάλ. ήμων (πρβλ. ελε ήμων, νο ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… …   Dictionary of Greek

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σχετλιαστικός — ή, ό/ σχετλιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [σχετλιάζω] αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, παράπονο ή αγανάκτηση και οργή («σχετλιαστικά επιφωνήματα» τα επιφωνήματα που δηλώνουν οδύνη ή αγανάκτηση όπως οἴμοι, φεῡ, αλίμονο, αχ, πω πω κ.λπ.) επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • Συνέσιος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 305). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιανουαρίου, μαζί μ’ εκείνη του Θεόπομπου, που μαρτύρησε μαζί του. II Επίσκοπος της Κυρηναϊκής Πεντάπολης, που έζησε στο τέλος του …   Dictionary of Greek

  • Φρανκ, Άννα — (Frank, Φρανκφούρτη 1929 – ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Μπέργκεν Μπέλσεν 1945). Νεαρή Γερμανίδα Εβραία, συγγραφέας ενός περίφημου ημερολόγιου. Οι γονείς της, που έφυγαν το 1933 στην Ολλανδία, εγκαταστάθηκαν στο Άμστερνταμ, όπου, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»